Ὅλμου

Ὅλμου
Ὅλμος
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ὄλμου — Ὄλμος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄλμου — ὄλμος a round smooth stone masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅλμου — ὅλμος a round smooth stone masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οβίδα — η στρ. το βλήμα πυροβόλου ή όλμου το οποίο έχει κύλινδρο κωνικό σχήμα, περιέχει γόμωση από εκρηκτικές όλες και εκρήγνυται στο έδαφος ή στον αέρα σε ρυθμιζόμενο ύψος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. obus (< γερμ. Haubitze «ολμοβόλο») + κατάλ. ίδα. Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • ολμοειδώς — ὁλμοειδῶς (Α) επίρρ. με σχήμα όλμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο μέσω αμάρτυρου επιθ. *ολμοειδής] …   Dictionary of Greek

  • οπλοβομβίδα — η στρ. ελαφρό εκρηκτικό βλήμα, παρόμοιο με το βλήμα όλμου, που μπορεί να βληθεί από τυφέκιο στο οποίο έχει προσαρμοστεί κατάλληλο εξάρτημα ή από ειδικό εκτοξευτήρα …   Dictionary of Greek

  • Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο, που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.Συνορεύει Β και Δ με την Κροατία και Α και Ν με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία.Το κράτος της Β. Ε. έχει μικρή διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. Τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”